Παρασκευή 29 Μαΐου 2015

THE RED TREE- SHAUN TAN


                                                 
Αύγουστος 2012, δέμα από Δουβλίνο. Δώρο από ένα φίλο με ένα σημείωμα μέσα « Είμαι σίγουρος πως θα σου αρέσει…πρόσεχε μια λεπτομέρεια »έγραφε. Όμορφο σκέφτηκα, θα το κοιτάξω αργότερα είπα. Άγνωστος για μένα ο Shaun Tan δεν είχα ξανά ακούσει, δεν είχα ξαναδιαβάσει κάτι γι’ αυτόν, πρώτη γνωριμία. Ενθουσιασμός.


 Η ιστορία ενός κοριτσιού δίχως όνομα, η ιστορία του καθενός, το τέλος αισιόδοξο. Ένα ταξίδι θλίψης, απογοήτευσης, αμφιβολίας, αναζήτησης, παραίτησης με ένα προορισμό σχεδόν βέβαιο. Το σκηνικό έτοιμο με ένα παίξιμο κάπως μονότονο. Ο εσωτερικός κόσμος ενός παιδιού ή ενός μεγάλου και πως φαντάζει στα μάτια του. 
Δεκαεπτά σελίδες ,δεκαεπτά σχέδια, δεκαεπτά προτάσεις που εκφράζουν με απίστευτη ζωντάνια με ένα απίστευτο τρόπο αυτό που οι λέξεις μερικές φορές δεν μπορούν να πουν. Όχι στο συγκεκριμένο, περισσότερες λέξεις θα ήταν καταστροφικές, θα ήταν περιττές.


 Παγιδευμένοι στο εαυτό μας, κλεισμένοι σε μπουκάλια φορώντας σκάφανδρα είμαστε ξεχασμένοι, αποκομμένοι νιώθοντας παντελώς μόνοι. Η έξοδος αναγκαία. Επιστροφή ζέχνοντας ναφθαλίνη, ο προσανατολισμός μοιάζει ανέφικτος. Κι έπειτα βλέπεις, νιώθεις αυτό που όφειλες να είχες δει, αυτό που όφειλες να έχεις νιώσει. Ήταν εκεί μαζί σου σε ακολουθούσε. 
Υπάρχουν δυο κατηγορίες ανθρώπων. Οι άνθρωποι Α αυτοί που τους αποκαλύπτονται όλα εξ αρχής με απίστευτη διαύγεια, αυτοί που υπομένουν γνωρίζοντας το τέλος, σαφώς αισιόδοξο. Υπάρχουν όμως και οι άνθρωποι Β αυτοί που είναι κάπως πιο χαλασμένοι. Αυτοί επιλέγουν να μην δουν, άλλωστε δεν μπορούν είναι ενάντιο στην φύση τους. Έλκονται από το σκοτάδι, τους αρέσει παγιδεύονται σε αυτό. Κάπου κάπου αναδύονται, όχι για πολύ, κι ύστερα ξαναβουτούν πιο διψασμένοι από ποτέ. Και κάπως έτσι πορεύονται.

 Η ιστορία ενός κοριτσιού, ενός εφήβου, ενός ενήλικα, η ιστορία η δική μου. Είναι χαραγμένη για τα καλά επάνω μου. Μόνο που εγώ διάλεξα διαφορετικό τέλος. Σκοτάδι και ελπίδα μαζί ή χώρια. Ανήκω φαίνεται στην κατηγορία Β. Το περίεργο είναι ότι και να μπορούσα να επιλέξω μεριά πάλι στην ίδια θα ήμουν.

 Το μόνο που δεν έγραφε το σημείωμα είναι πρόσεχε... Δεν ξέρω αν γνώριζε, ίσως ναι ίσως όχι το αποτέλεσμα ίδιο.









 Υ.Γ1. Δεν μπορώ να μην αναφέρω τον Γιώργο για την απίστευτη μεταφορά από το χαρτί στο χέρι.( DirtyRasel Yakuza κοινώς).





Y.Γ2. Το χέρι τούμπανο και  φρεσκοχτυπημένο.






Σάββατο 23 Μαΐου 2015

Τριάντα τρία.








Ξεκινάμε όπως υποτίθεται ότι πρέπει να είμαστε. Έπειτα μας μετατρέπουν σε κάτι άλλο.Επαναλαμβανόμενη προσπάθεια για επαναφορά στο πρωτότυπο, το αποτέλεσμα σαφώς συγκεχυμένο. Δοκιμή στο reset ανεπιτυχής έκβαση. Νόμιζα ότι θα μπορούσα να το καταλάβω, να το διαχειριστώ αλλά όχι, στην πραγματικότητα όχι.
Μόνο σε γενικές γραμμές.
Επιστροφή στο παρόν. Επαναπροσδιορισμός, καινούριοι στόχοι στα σκαριά το απαιτεί η μέρα.
Φτιάχνω προτάσεις και φτιάχνω εμένα. Ανασυντάσσομαι, τοποθετώ κόμμα και τελείες και παίρνω ανάσα, κάνω παύσεις και συνεχίζω να διαμορφώνομαι αναλόγως τη σειρά και τα σημεία στίξης. Προσπαθώ να ακολουθήσω τη ροή, να περιπλέξω το νόημα, κατάληξη πουθενά. Παγιδευμένη στα αραιώματα και στα πυκνώματα των συλλαβών η  πρόταση δεν σχηματίζεται, κάτι λείπει πάντα κάτι λυπεί.Η επανάληψη μπλοκάρει ίσως σήμερα να είναι η τυχερή μου μέρα.Ίσως σήμερα να εξαφανιστώ. Αυτή την ημέρα ίσως να μην  είμαι εγώ, να ξεφύγω.
Θέλω να μεγαλώσω ξανά. Να μάθω να διαβάζω και να συντάσσω από την αρχή, να φτιάξω εκείνη την πρόταση να αρχίζω να βγάζω νόημα τέτοιο που να μην ξεθωριάζει. Ίσως σήμερα  συμβεί. 

Παρασκευή 8 Μαΐου 2015

Οι Λέξεις- Jean-Paul Sartre







                                           
                                                       Jean- Paul Sartre

                                                            Οι Λέξεις



Ήθελε να είναι ενοχλητικό, να είναι ένας αποχαιρετισμός στη λογοτεχνία, οι άνθρωποι να παρασύρονται σε ένα είδος αμφισβήτησης της λογοτεχνίας, από την ίδια τη λογοτεχνία. Αυτό ακριβώς ήθελε.

Ο Σαρτρ στις Λέξεις αφηγείται την παιδική του ηλικία. Ορφανός από μωρό μεγαλώνει με την μητέρα του στο σπίτι των παππούδων του,στο σπίτι των Σβάιτσερ. Κι εκεί ξεκινούν όλα, η πρώτη επαφή με τις Λέξεις , η πρώτη επαφή με την ίδια του την ύπαρξη. Περικυκλωμένος από βιβλία, ξεφυλλίζοντας τα , διαβάζοντάς τα, αποκομμένος από άλλα παιδιά, περιτριγυρισμένος από την αγάπη του παππού, της μητέρας ακόμη και της δύστροπης γιαγιάς κάπως έτσι πέρασε την παιδική του ηλικία ως τα εννέα του χρόνια, περίπου. Ένα εννιάχρονο αγοράκι βυθισμένο σε μια λογοτεχνική νεύρωση,είχε ήδη κατασκευάσει τους πρώτους του ήρωες.

Κύριο μέλημά του να προκαλεί επαίνους ενισχύοντας την ασημαντότητα των υπολοίπων. Ζει για να παίξει θέατρο ακόμη και με τον ίδιο του τον εαυτό, κάποιες φορές στημένος στον καθρέφτη αντικρίζει την αλήθεια μορφάζει, συνεχίζει αλλάζει ρόλους, ξαναγεννιέται σε αυτό που θα πουλήσει περισσότερο, μερικές φορές αποτυγχάνει δεν πειράζει θα παίξει κάτι άλλο. Είναι μόνος, αναζητά τη προσοχή. Τα καταφέρνει.

Γνωρίζει, έχει ταλέντο το έχει βάλει πείσμα θα γράψει. Το βλέπουν κι άλλοι η επιβεβαίωση που αναζητά τον αηδιάζει. Τίποτα όμως δεν προϊδεάζει  το μέλλον που θα ακολουθήσει, δεν γνωρίζει κι ο ίδιος σε τι θα μεταμορφωθεί.


Δυο κεφάλαια Διαβάζω και Γράφω. Η σχέση της ανάγνωσης με τη γραφή. Διαβάζω και Γράφω η σειρά αμετάκλητη. Λέξεις τοποθετημένες στη σωστή σειρά , μας ελκύουν τις παίρνουμε, τις ανακατεύουμε, τις ξανά τοποθετούμε, ξαναγεννιούνται το νόημα απρόβλεπτο, καινούριο. Υπάρχουν όμως και κάποιοι που οι λέξεις τους ανήκουν. Μετά την δική τους σειρά καμιά άλλη. Αν τις αλλάξεις κανένα νόημα, καμία γέννα. Ένας από αυτούς είναι και ο Σαρτρ. Πάντα ήταν, είναι και πάντα θα είναι.




''Εγώ : εικοσιπέντε τόμοι, δεκαοχτώ χιλιάδες σελίδες κειμένου, τριακόσιες γκραβούρες από τις οποίες μια προσωπογραφία του συγγραφέα. Τα κόκαλά μου από δέρμα και χαρτόνι, η σάρκα μου περγαμηνή μυρίζει κόλλα και μούχλα,στρογγυλοκάθομαι με όλη ου την άνεση ανάμεσα σε εξήντα κιλά χαρτί. Ξαναγεννιέμαι, γίνομαι επιτέλους ολοκληρωμένος άνθρωπος, που σκέφτεται, μιλάει, τραγουδάει, βροντοφωνάζει με την επιτακτική αδράνεια της ύλης. Με πιάνουν με τα χέρια τους, με απλώνουν στο τραπέζι, με ισιώνουν με την παλάμη τους και μερικές φορές με κάνουν να τρίζω. Αφήνομαι και μετά ξαφνικά σπινθηροβολώ, θαμπώνω, επιβάλλομαι εξ αποστάσεως, οι δυνάμεις μου διασχίζουν το χώρο και το χρόνο...κανείς δεν μπορεί να με ξεχάσει ούτε να με αποσιωπήσει : είμαι ένα μεγάλο, εύχρηστο και τρομερό φετιχ. Η συνείδησή μου έχει γίνρει θρύψαλα : τόσο το καλύτερο. Με ανέλαβαν άλλες συνειδήσεις.''

                                     Η μετάφραση ε ξ α ι ρ ε τ ι κ ή.

Εκδόσεις :ΑΓΡΑ
Μετάφραση : ΕΙΡΗΝΗ ΤΣΟΛΑΚΕΛΛη.